Ησαϊλίδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ησαϊλίδης | οι | Ησαϊλίδηδες |
γενική | του | Ησαϊλίδη* | των | Ησαϊλίδηδων |
αιτιατική | τον | Ησαϊλίδη | τους | Ησαϊλίδηδες |
κλητική | Ησαϊλίδη | Ησαϊλίδηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Ησαϊλίδου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ησαϊλίδης < + -ίδης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ησαϊλίδης αρσενικό (θηλυκό Ησαϊλίδου ή Ησαϊλίδη)