Ηλιόδωρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ηλιόδωρος < αρχαία ελληνική Ἡλιόδωρος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.liˈo.ðo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Η‐λι‐ό‐δω‐ρος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ηλιόδωρος αρσενικό
Δείτε επίσης : Ἡλιόδωρος |
Ηλιόδωρος αρσενικό