Ζεμενό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ζεμενό | τα | Ζεμενά |
γενική | του | Ζεμενού | των | Ζεμενών |
αιτιατική | το | Ζεμενό | τα | Ζεμενά |
κλητική | Ζεμενό | Ζεμενά | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ζεμενό < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ze.meˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ζε‐με‐νό
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ζεμενό ουδέτερο