Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Εύψυχος < εύ- + ψυχή

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Εύψυχος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία