Ευλαλία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ευλαλία < αρχαία ελληνική Εὐλαλία < εὐλαλία ευλαλία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.vlaˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ευ‐λα‐λί‐α
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ευλαλία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- Ευλάλιος (αρσενικό)