Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ετριγγίτης < ettringite < Ettringen, περιοχή της Mayen-Koblenz στη Ρηνανία-Παλατινάτο της δυτικής Γερμανίας, ονομασία που έδωσε στο ορυκτό ο J. Lehmann το 1874 από την περιοχή που το εντόπισε

  Κύριο όνομα επεξεργασία

ετριγγίτης αρσενικό

  • κρυσταλλικό άλας με χημικό τύπο (CaO)6(Al2O3)(SO3)3·32H2O και λευκό προς κίτρινο χρώμα, που παράγεται όταν θειικά άλατα προσβάλουν το τσιμέντο

  Μεταφράσεις επεξεργασία