Ερατεινή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ερατεινή | οι | Ερατεινές |
γενική | της | Ερατεινής | των | Ερατεινών |
αιτιατική | την | Ερατεινή | τις | Ερατεινές |
κλητική | Ερατεινή | Ερατεινές | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ερατεινή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ερατεινός• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ɾa.tiˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐ρα‐τει‐νή
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ερατεινή θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
- Τολοφών (πρώην ονομασία)