Δείτε επίσης: επίκτητος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Επίκτητος < αρχαία ελληνική Ἐπίκτητος < ἐπίκτητος (αυτός που αποκτήθηκε επιπλέον)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Επίκτητος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία