↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ειδυλλία οι Ειδυλλίες
      γενική της Ειδυλλίας των Ειδυλλιών
    αιτιατική την Ειδυλλία τις Ειδυλλίες
     κλητική Ειδυλλία Ειδυλλίες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ειδυλλία < ειδύλλιο. Η λέξη πλάστηκε καθ' ομοίωση με τη λέξη Βίλια[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ðiˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ει‐δυλ‐λί‐α

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ειδυλλία θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία