zaimek
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
zaimek (pl) αρσενικό
- (γραμματική) η αντωνυμία
- zaimek dzierżawczy, nieokreślony, określony, osobowy - κτητική, αόριστη, οριστική, προσωπική αντωνυμία
zaimek (pl) αρσενικό