yatağan
Τουρκικά (tr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- yatağan < παλαιά τουρκικά (ρίζα) yat- (σκύβω, γέρνω, απ’ όπου προκύπτουν και οι συγγενικές λέξεις yatmak (ξαπλώνω), yatak (κρεβάτι), yatay (οριζόντιος) κ.λπ.)
Ουσιαστικό επεξεργασία
yatağan (tr)