Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

worth < αγγλοσαξονική weor

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /wɜːθ/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /wɝθ/ (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

worth

  • I’ll have a dollar's worth of candy, please.

  Επίθετο επεξεργασία

worth (άλλοι εκτιμούν ότι πρέπει να θεωρείται πρόθεση)

  • που αξίζει, είναι άξιο για
    My house now is worth double what I paid for it
    Το σπίτι μου τώρα αξίζει το διπλάσιο από αυτό που πλήρωσα (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
    It is worth noting
    Αξίζει να σημειωθεί (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)