worn out
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
worn out (en)
- φθαρμένος τόσο πολύ ώστε να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί πια
- don't wear this old worn out shirt anymore!
- πολύ κουρασμένος, εξοντωμένος
- after such a long meeting I'm all worn out