waste
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | waste |
συγκριτικός | more waste |
υπερθετικός | most waste |
waste (en)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
waste | wastes |
waste (en)
Εκφράσεις επεξεργασία
- waste collection: η συλλογή των απορριμμάτων
- waste collection vehicle: το απορριμματοφόρο, το σκουπιδιάρικο
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | waste |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wastes |
αόριστος | wasted |
παθητική μετοχή | wasted |
ενεργητική μετοχή | wasting |
waste (en)
Εκφράσεις επεξεργασία
- waste time: χάνω χρόνο
- waste youth: χαραμίζω τα νιάτα
- waste not, want not: φύλαγε τα ρούχα σου...