Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

warsztat < γερμανική Werkstatt

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvarʃtat/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

warsztat (pl) αρσενικό

  1. ο πάγκος εργασίας
  2. το συνεργείο (επιχείρηση ή χώρος)
    warsztat samochodowy, warsztat naprawczy - συνεργείο αυτοκινήτων, συνεργείο επισκευών
  3. το εργαστήρι, το εργαστήριο (επιχείρηση ή χώρος)
    warsztat malarski - εργαστήρι ζωγραφικής

Συγγενικά επεξεργασία