warrior
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
/ˈwɒrɪə/
Ουσιαστικό επεξεργασία
warrior (en)
ενικός | πληθυντικός |
warrior | warriors |
- πολεμιστής, μαχητής
- στάσεις απλωμένων άκρων στην γιόγκα
/ˈwɒrɪə/
warrior (en)
ενικός | πληθυντικός |
warrior | warriors |