Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

/ˈwɒrɪə/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

warrior (en)

      ενικός         πληθυντικός  
warrior warriors
  1. πολεμιστής, μαχητής
  2. στάσεις απλωμένων άκρων στην γιόγκα