Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
wall walls

wall (en)

  1. ο τοίχος
  2. το τείχος (από πέτρες ή μεταφορικά)
  3. το τοίχωμα