vrai
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vrai | vrais |
θηλυκό | vraie | vraies |
vrai (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vrai | vrais |
θηλυκό | vraie | vraies |
vrai (fr)