Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
voluptuaire voluptuaires

  Επίθετο επεξεργασία

voluptuaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) που γίνεται μόνο για την ευχαρίστηση
  2. (νομικός όρος) που αφορά δαπάνες για πολυτελή ή φανταιζί κτίσματα