volitivo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- volitivo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | volitivo | volitivoj |
αιτιατική | volitivon | volitivojn |
volitivo (eo)
- (γραμματική) φωνή των ρημάτων της εσπεράντο που εκφράζει τη δική μας υποτακτική, ευκτική και προστακτική