vizaĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vizaĝo | vizaĝoj |
αιτιατική | vizaĝon | vizaĝojn |
vizaĝo (eo)
- το πρόσωπο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vizaĝo | vizaĝoj |
αιτιατική | vizaĝon | vizaĝojn |
vizaĝo (eo)