vigésimo
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vigésimo | vigésimos |
θηλυκό | vigésima | vigésimas |
vigésimo (pt)
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vigésimo | vigésimos |
θηλυκό | vigésima | vigésimas |
vigésimo (pt)