Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα vekiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας vekiĝas vekiĝanta vekiĝata
αόριστος vekiĝis vekiĝinta vekiĝita
μέλλοντας vekiĝos vekiĝonta vekiĝota
υποθετική vekiĝus - -
προστακτική vekiĝu - -

vekiĝi (eo)

Δείτε επίσης επεξεργασία