Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

vaginal (en)

  • κολπικός, που αναφέρεται στον γυναικείο κόλπο
    vaginal delivery: φυσιολογικός (κολπικός) τοκετός, σε αντίθεση προς την καισαρική τομή



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

vaginal < vagin + -al

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /va.ʒi.nal/

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vaginal vaginals
θηλυκό vaginale vaginales

vaginal (fr)