Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

vacant (en)

  1. άδειος, κενός, μη κατειλημμένος
    there were no vacant rooms in the hotel - δεν υπάρχουν άδεια δωμάτια στο ξενοδοχείο
  2. κενός (που δεν δείχνει κάποιο σημάδι ενδιαφέροντος)
    a vacant stare - λείπει η μετάφραση

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /va.kɑ̃/
 

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vacant vacants
θηλυκό vacante vacantes

vacant (fr)

  1. κενός