Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

urlop (pl) αρσενικό

  1. άδεια
    w przyszłym tygodniu biorę urlop i jadę na Wyspy Kanaryjskie - την επόμενη εβδομάδα θα πάρω άδεια και θα πάω στις Κανάριες Νήσους
  2. διακοπές