Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
upgrade upgrades

upgrade (en)

  1. (πληροφορική) η συνολική αναβάθμιση, υλικού (hardware) και λογισμικού (software)
  2. (λογισμικό) αναβάθμιση προγράμματος, εφαρμογής, κλπ.
    Διαφέρει από το update (ενημέρωση)
     αντώνυμα: clean install
  3. η αναβάθμιση, η ενέργεια του να βελτιώνω η κατάσταση ενός κτιρίου κτλ, για να παρέχω καλύτερης υπηρεσίας
    The new measures are related to the residential upgrades in the area.
    Τα νέα μέτρα σχετίζονται με την οικιστική αναβάθμιση της περιοχής.

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας upgrade
γ΄ ενικό ενεστώτα upgrades
αόριστος upgraded
παθητική μετοχή upgraded
ενεργητική μετοχή upgrading

upgrade (en)

  Πηγές επεξεργασία