Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Επίθετο επεξεργασία

turecki (pl)

  1. τούρκικος, τουρκικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

turecki (pl)

  1. τούρκικα (τουρκικά), η τουρκική γλώσσα

Σημειώσεις επεξεργασία

  • όπως για όλες τις γλώσσες συναντάται κυρίως με τις μορφές:
    • po turecku
    • tureckiego (γενική του επιθέτου)
    • ενώ η έκφραση "po tureckiemu" είναι ειρωνική και σημαίνει "κάτι σαν τουρκικά"