traumatique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tʁo.ma.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
traumatique | traumatiques |
traumatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
traumatique | traumatiques |
traumatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό