tranchant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tranchant | tranchants |
θηλυκό | tranchante | tranchantes |
tranchant (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tranchant | tranchants |
tranchant (fr) αρσενικό