traitement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
traitement (fr) αρσενικό
- η θεραπεία, ιατρική φροντίδα
- η επεξεργασία
- η μεταχείριση, η αντιμετώπιση
- traitement spécial- ειδική μεταχείριση
- ο ψεκασμός
- ο μισθός
- η διεκπεραίωση
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη traiter