Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
trade trades

trade (en)

  1. το εμπόριο
  2. η εμπορία, ένα συγκεκριμένο είδος επιχείρησης
    Last year they branched out into the insurance business and the car trade.
    Απλώθηκαν πέρυσι στις ασφάλειες και στην εμπορία αυτοκινήτων.

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας trade
γ΄ ενικό ενεστώτα trades
αόριστος traded
παθητική μετοχή traded
ενεργητική μετοχή trading

trade (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κάνω εμπόριο, εμπορεύομαι, αγοράζω και πουλάω πράγματα
    He trades in furs.
    Εμπορεύεται γουναρικά.
    We trade with all countries.
    Κάνουμε εμπόριο με όλες τις χώρες.
  2. (μεταβατικό) ανταλλάσσω κάτι που έχω με κάτι που έχει κάποιος άλλος
    They trade hides for food.
    Ανταλλάσσουν δέρματα με τρόφιμα.
  3. trade hands: αλλάζω χέρια

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία