track
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- track < (κληρονομημένο) μέση αγγλική trak / tracke < παλαιά γαλλική trac, αβέβαιης ετυμολογίας
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
track | tracks |
track (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η σιδηροτροχιά, η γραμμή
- η πίστα, κομμάτι εδάφους με ειδική επιφάνεια για να κάνουν αγώνες ή να οδηγούν άτομα, αυτοκίνητα κτλ.
- ↪ a race track - πίστα αγώνων
- ↪ a horse riding track - πίστα ιππασίας
- ↪ a motorcycle racing track - πίστα αγώνων μοτοσικλετών
- (μη μετρήσιμο, αμερικανική σημασία) η πίστα, αθλήματα σε πίστα
- ↪ track sports - αθλήματα πίστας
- το ίχνος, το χνάρι
- ↪ The tracks from the wheels were printed on the soft snow.
- Τα ίχνη των τροχών αποτυπώθηκαν πάνω στο μαλακό χιόνι.
- ↪ The tracks from the wheels were printed on the soft snow.
- ο δρόμος, το μονοπάτι
- η τροχιά
- το κομμάτι (ήχος που έχει εγγραφεί σε δίσκο)
- το μετατρόχιο
- (υλικό υπολογιστή) η άτρακτος στην επιφάνεια μαγνητικού δίσκου ενός σκληρού δίσκου
Παράγωγα επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | track |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tracks |
αόριστος | tracked |
παθητική μετοχή | tracked |
ενεργητική μετοχή | tracking |
track (en)