Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

torrent (en)

  1. ο χείμαρρος
  2. (πληροφορική) μικρό αρχείο με πληροφορίες για το κατέβασμα δεδομένων μέσω του πρωτοκόλλου BitTorrent ή τα δεδομένα που κατεβάζονται

Δείτε επίσης επεξεργασία


Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
torrent torrents

torrent (fr) αρσενικό

  1. ο χείμαρρος
  2. (πληροφορική) μικρό αρχείο με πληροφορίες για το κατέβασμα δεδομένων μέσω του πρωτοκόλλου BitTorrent ή τα δεδομένα που κατεβάζονται

Συγγενικά επεξεργασία