tire-veille
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tire-veille | tire-veilles |
Ουσιαστικό επεξεργασία
tire-veille (fr) αρσενικό
- (ναυτικός όρος) κάθε ένα από τα δύο σκοινιά που αλλάζει την κατεύθυνση του πηδαλίου
ενικός | πληθυντικός |
tire-veille | tire-veilles |
tire-veille (fr) αρσενικό