tiraillement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tiraillement | tiraillements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
tiraillement (fr) αρσενικό
- συνεχές τράβηγμα
- (μεταφορικά) η δυσκολία λήψης κάποιας απόφασης λόγω ενδοιασμών μεταξύ διαφόρων απόψεων
ενικός | πληθυντικός |
tiraillement | tiraillements |
tiraillement (fr) αρσενικό