timely
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | timely |
συγκριτικός | timelier |
υπερθετικός | timeliest |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
timely (en)
- επίκαιρος, που ταιριάζει στην παρούσα κατάσταση, που έγινε στην κατάλληλη στιγμή
- ↪ a timely intervention - επίκαιρη παρέμβαση
- ≈ συνώνυμα: well-timed, opportune, seasonable
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 322. ISBN 9780194325684., λήμμα: επίκαιρος