Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

through < παλαιοαγγλικά: thurh (πρόθεση και επίρρημα), γερμανικού ετύμου· συγγενές του ολλανδικού door και του γερμανικού durch

Η ορθογραφική μεταβολή σε thr- εμφανίστηκε γύρω στο 1300, και καθιερώθηκε από τον William Caxton και μετά.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θruː/

  Επίρρημα επεξεργασία

through (en) (χωρίς παραθετικά)

  • πέρα από ένα εμπόδιο, στάδιο ή δοκιμή
    Let me pass through.
    Άσε με να περάσω.
    He attempted to smuggle cigarettes through.
    Προσπάθησε να περάσει λαθραία τσιγάρα.

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πρόθεση επεξεργασία

through (en)

  1. μέσα από, περνάω από/σε, από τη μια άκρη ή την πλευρά κάτι ή κάποιου ως την άλλη
    He rushed through the crowd.
    Όρμησε μέσα από το πλήθος.
    The shortest road passes through the forest.
    Ο πιο σύντομος δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.
    I can’t get through this hole.
    Δεν μπορώ να περάσω απ' αυτή τη τρύπα.
    This thread won’t pass through the eye of the needle!
    Αυτή η κλωστή δεν περνάει στο βελόνι!
    She ran her fingers through his hair.
    Πέρασε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του.
  2. μέσα από, βλέπω, ακούω κτλ. κάτι από την άλλη πλευρά ενός αντικειμένου ή μιας ουσίας
    You should always look through the viewfinder of the camera so you’re sure of what you’re shooting!
    Να κοιτάς διαρκώς μέσα από το βιζέρ της κάμερας για να είσαι σίγουρος ότι γι'αυτό που βγάζεις!
  3. περνάω, ζω, από την αρχή μέχρι το τέλος μιας δραστηριότητας, μιας κατάστασης ή μιας χρονικής περιόδου
    I am halfway through the book.
    Έχω περάσει μισό βιβλίο.
    I hope to not live through a nuclear disaster.
    Ελπίζω να μη ζήσω μια πυρηνική καταστροφή.
  4. περνάω, πέρα από ένα εμπόδιο, στάδιο ή δοκιμή
    No one passed through the gate.
    Κανείς δεν πέρασε την πύλη.
    He went through the red light.
    Πέρασε με το κόκκινο φως.
  5. (αμερικανική σημασία) μέχρι
    I will be at the office through seven.
    Θα είμαι στο γραφείο μέχρι τις επτά.
     συνώνυμα: until
  6. μέσω, μέσα από, διαμέσου, με διαμεσολάβηση κάποιου ή περνώντας από κάπου
    He will go through Corinth.
    Θα πάει μέσω Κορίνθου.
    I will buy it through my brother.
    Θα το αγοράσω μέσω του αδελφού μου.
    We will pass through Paris.
    Θα περάσουμε μέσα από το Παρίσι.
    We won’t go through town.
    Δε θα περάσουμε μέσα από την πόλη.
    The virus entered the body through the nose.
    Ο ιός μπήκε στο σώμα μέσα από τη μύτη.
    through his hard work - διαμέσου της επιμέλειάς του
     συνώνυμα:  by means of, by way of και via

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία