thomiste
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
thomiste | thomistes |
Επίθετο επεξεργασία
thomiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (θρησκεία) σχετικός με τα δόγματα του Θωμά Ακινάτη
ενικός | πληθυντικός |
thomiste | thomistes |
thomiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό