thinner
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- thinner:
- για το επίθετο: < thin (επίθετο: λεπτός), thinn- + -er συγκριτικό
- για το ουσιαστικό: thin (ρήμα: λεπταίνω, thinn-) + -er για ουσιαστικό
Επίθετο επεξεργασία
thinner (en)
- συγκριτικός βαθμός του thin: λεπτότερος
Ουσιαστικό επεξεργασία
thinner (en)