thinking
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
thinking (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) σκεπτόμενος
- ↪ What thinking person says these things?
- Ποιος σκεπτόμενος άνθρωπος λέει αυτά τα πράγματα;
- ↪ What thinking person says these things?
Ουσιαστικό επεξεργασία
- η σκέψη, ιδέες ή απόψεις για κάτι
- ↪ We like her way of thinking!
- Μας αρέσει ο τρόπος σκέψης της!
- ↪ We like her way of thinking!
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
thinking (en)