Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

tenet < (άμεσο δάνειο) λατινική tenet ‎(αυτός κρατά, κρατάει) < teneō ‎(κρατώ· έχω, κατέχω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

tenet (en)