Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tendency tendencies

  Ουσιαστικό επεξεργασία

tendency (en)

  • η ροπή, η τάση
    I have a tendency to catch colds.
    Έχω ροπή προς τα κρυολογήματα.
    He has the tendency to gain fat.
    Έχει τάση να παχύνει.

  Πηγές επεξεργασία