Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tʰɛn/

  Αριθμητικό επεξεργασία

ten (en) (τεν)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
ten tens

ten (en)

  • η δεκάδα, σύνολο από δέκα όμοια στοιχεία
    tens of thousands - δεκάδες χιλιάδες

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 209. ISBN 9780194325684. , λήμμα: δεκάδα



Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɛ̃n/
 

  Αντωνυμία επεξεργασία

ten (pl), ta (pl), to (pl)

Αντώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • wobec tego: εξαιτίας αυτού, επομένως
  • kto szuka, ten znajdzie: όποιος ψάχνει, βρίσκει
  • ten sam: αυτός ο ίδιος



Τσεχικά (cs) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Αντωνυμία επεξεργασία

ten (cs)

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ten samý: αυτός ο ίδιος