teigne
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
teigne | teignes |
teigne (fr) θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
teigne | teignes |
teigne (fr) θηλυκό
- (εντομολογία) είδος λεπιδόπτερων
ενικός | πληθυντικός |
teigne | teignes |
teigne (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
teigne | teignes |
teigne (fr) θηλυκό