Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

tchatcheuse < θηλυκό του tchatcheur

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tchatcheuse tchatcheuses

tchatcheuse (fr) θηλυκό