taxi
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
taxi | taxis |
taxi (en)
- το ταξί
Ρήμα επεξεργασία
taxi (en)
Συγγενικά επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ΟΜΕΟΔΕΚ (2015). Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ). Αθήνα: Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας.
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- taxi < taximètre
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
taxi | taxis |
taxi (fr) αρσενικό
- ταξί
- le conducteur du taxi - ο ταξιτζής
Σύνθετα επεξεργασία
Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία
Ισλανδικά (is) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
taxi (is) αρσενικό
- το ταξί
Ισπανικά (es) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
taxi (es) αρσενικό
- το ταξί
Σύνθετα επεξεργασία
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
taxi (it)
- το ταξί
Νορβηγικά (no) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
taxi (no)
- το ταξί
Δείτε επίσης επεξεργασία
Ολλανδικά (nl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
taxi (nl)
- το ταξί
Ουγγρικά (hu) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
taxi (hu)
- το ταξί
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
taxi (pl)
- το ταξί
Συγγενικά επεξεργασία
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
taxi | taxis |
taxi (pt) αρσενικό
- το ταξί
Εκφράσεις επεξεργασία
- de taxi - (πηγαίνοντας, κυκλοφορώντας) με το ταξί
Σουηδικά (sv) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
taxi (sv) κοινό
- το ταξί