Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tapage tapages

  Ουσιαστικό επεξεργασία

tapage (fr) αρσενικό

  1. ο θόρυβος, η φασαρία
  2. η έντονη παράθεση χρωμάτων που δεν ταιριάζουν μεταξύ τους

Συγγενικά επεξεργασία