Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

tagmanĝi < tag- + manĝi (τρώω)

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα tagmanĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας tagmanĝas tagmanĝanta tagmanĝata
αόριστος tagmanĝis tagmanĝinta tagmanĝita
μέλλοντας tagmanĝos tagmanĝonta tagmanĝota
υποθετική tagmanĝus - -
προστακτική tagmanĝu - -

tagmanĝi (eo)