syntaxique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sɛ̃.ta.ksik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
syntaxique | syntaxiques |
syntaxique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
syntaxique | syntaxiques |
syntaxique (fr) αρσενικό ή θηλυκό